Μια ωοθηκική κύστη είναι οποιοσδήποτε σχηματισμός με λεπτά τοιχώματα και συνήθως γεμάτος με υγρό υλικό, ο οποίος εντοπίζεται μέσα ή στην επιφάνεια της μίας ή και των δύο ωοθηκών. Συνήθως, πρόκειται για ακίνδυνους ασυμπτωματικούς σχηματισμούς που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και δεν είναι τίποτε άλλο από θυλάκια ωαρίων τα οποία δεν κάνουν ωορρηξία τη σωστή χρονική στιγμή. Αυτά τα θυλάκια μεγαλώνουν από τα 2 εκατοστά που συνήθως γίνεται η ωορρηξία έως και τα 4 εκατοστά μέσα στους επόμενους δύο μήνες, ώσπου τελικά κάνουν μια σταδιακή ρήξη και απορροφούνται.
Ο βασικός διαχωρισμός των ωοθηκικών κύστεων μπορεί να γίνει σε λειτουργικές και μη λειτουργικές.
Οι λειτουργικές κύστεις εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του κύκλου της γυναίκας, δηλαδή σχετίζονται άμεσα με τον λειτουργικό ρόλο των ωοθηκών. Αποτελούν τον συνηθέστερο τύπο, δε δίνουν συμπτώματα, είναι γενικά αβλαβείς, ενώ σχεδόν πάντα υποστρέφουν αυτόματα. Διακρίνονται σε ωοθυλακικές και ωχρινικέςκύστεις. Οι πρώτες είναι οι πιο συχνές και σχηματίζονται στην περίπτωση που υπάρξει αδυναμία του ωοθυλακίου να απελευθερώσει το ωάριο κατά τη μέση του κύκλου. Αντί δηλαδή να ελευθερωθεί από το ωοθυλάκιο ένα ωάριο ικανό να προκαλέσει πιθανή γονιμοποίηση στα μέσα του κύκλου, το ωοθυλάκιο μετατρέπεται σε μία κύστη. Έχουν, συνήθως, μέγεθος που δεν ξεπερνάει τα 5 εκατοστά. Οι κύστεις του ωχρού σωματίου συμβαίνουν κατά τη φάση απελευθέρωσης μεγάλων ποσοτήτων ορμονών οιστρογόνων και προγεστερόνης μετά την ωορρηξία που ουσιαστικά προετοιμάζουν το ωάριο προς γονιμοποίηση. Και αυτές όπως οι ωοθυλακικές, δίνουν σπάνια συμπτώματα και ενοχλήσεις, ενώ συχνά υποστρέφουν αυτόματα.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις μη λειτουργικές κύστεις. Αυτές απαντούνται λιγότερο συχνά και οι κυριότερες είναι οι παρακάτω:
- Δερμοειδείς κύστεις. Είναι συνήθως καλοήθεις και μπορούν να περιέχουν διαφόρων ειδών ιστούς, όπως για παράδειγμα τρίχες, δόντια, νύχια, λίπος κ.λ.π.
- Αδενωματώδεις κύστεις. Αποτελούνται από επιθηλιακό ιστό και χωρίζονται περαιτέρω σε ορώδεις και βλεννώδεις ανάλογα με το περιεχόμενο
- Κυσταδενώματα. Δημιουργούνται από την επένδυση της ωοθήκης. Περιέχουν συνήθως υγρό διαυγές, παχύρρευστο ή ζελατινώδες. Μπορούν μεγαλώνοντας να σπάσουν και να δημιουργήσουν πόνο.
Ποιά είναι τα συμπτώματα;
Αν και η πλειοψηφία των ωοθηκικών κύστεων δεν δίνουν συμπτώματα και υποστρέφουν μέσα σε διάστημα μερικών μηνών, εντούτοις είναι δυνατόν σε άλλες περιπτώσεις να δίνουν έντονη συμπτωματολογία και να χρειάζονται ειδική θεραπευτική αντιμετώπιση. Σε κάθε περίπτωση, οι ωοθηκικές κύστεις αποτελούν κλινική οντότητα που χρήζει ιατρικής παρακολούθησης και καθοδήγησης, ακόμα και αν δεν υπάρχουν συμπτώματα.
Τα κυριότερα συμπτώματα που συνδέονται με την ύπαρξη κύστεων στις ωοθήκες είναι τα ακόλουθα:
- Αίσθημα πόνου στο κάτω μέρος της κοιλιάς
- Συχνοουρία σε περίπτωση που υπάρχει πίεση της ουροδόχου κύστης από την κύστη της ωοθήκης ή αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης
- Αίσθημα πληρότητας στην κοιλιά, φουσκώματα
- Ανωμαλίες στον φυσιολογικό κύκλο της γυναίκας (ακανόνιστη περίοδος, έντονη ή και ελαφριά αιμόρροια σε οποιαδήποτε φάση του κύκλου)
- Προβλήματα γονιμότητας
- Δυσπαρεύνια, δηλαδή πόνο στην επαφή
- Επιπλακείσεςκύστεις μπορεί να συνοδεύονται από συμπτώματα έντονου πόνου που αφορούν στη ρήξη μιας κύστης ή λόγω συστροφής της ωοθήκης μέσα στην πύελο.
Η πιθανή ρήξη μίας κύστης συνοδεύεται συνήθως από οξύ και μερικές φορές έντονο πόνο, ο οποίος τυπικά υποχωρεί αυτόματα μέσα στις επόμενες ώρες ή μέρες. Αντίθετα στη συστροφή, ο πόνος είναι ιδιαίτερα έντονος και δεν υποχωρεί, είναι παρόμοιος με αυτόν της σκωληκοειδίτιδας . Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αντιμετώπιση είναι υπερεπείγουσα λαπαροσκόπηση και προσπάθεια διόρθωσης της συστροφής, πριν η ωοθήκη ή και η σάλπιγγα νεκρωθούν και χρειαστεί η ολική αφαίρεση τους.
Πρέπει να τονιστεί ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στις περιπτώσεις ωοθηκικών κύστεων που πρωτοεμφανίζονται σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Στην περίπτωση αυτή, αν και οι κύστες μπορεί να είναι εντελώς ασυμπτωματικές και να ανακαλύπτονται τυχαία κατά τη διάρκεια κλινικής εξέτασης, εντούτοις μπορεί να είναι δυνητικά κακοήθεις, οπότε χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και παρακολούθησης.
Διάγνωση των ωοθηκικών κύστεων
Η διάγνωση σήμερα γίνεται κατά αποκλειστικότητα με την βοήθεια του διακολπικού υπερηχογραφήματος. Το ιστορικό και η κλινική εξέταση θέτουν τις υποψίες για τη διάγνωση. Στη διάθεση των ειδικών υπάρχουν επίσης η αξονική ή μαγνητική τομογραφία και ο έλεγχος Doppler.
Πότε πρέπει να απευθυνόμαστε σε γιατρό, τρόποι παρακολούθησης και αντιμετώπισης
Η αντιμετώπιση των ωοθηκικών κύστεων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες: τον τύπο και το μέγεθός τους (εάν είναι πιθανόν να υποστραφούν ή όχι), το αν δίνουν συμπτώματα ή όχι, την ηλικία και επιθυμία της γυναίκας για μελλοντική τεκνοποίηση.
Στην αρχή, αρκεί πολλές φορές η παρακολούθηση των κύστεων από τον γυναικολόγο, προκειμένου να διαπιστωθεί η πιθανότητα υποστροφής της κύστης. Σ' αυτή τη φάση, μπορεί να δοθεί από τον γιατρό κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή που θα βοηθήσει τόσο στην ανακούφιση της ασθενούς από τα υπάρχοντα συμπτώματα (με παυσίπονα και με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη), όσο και στη διευκόλυνση συρρίκνωσης των κύστεων (με χρήση διαφόρων συμπληρωμάτων ή χρήση αντισυλληπτικού χαπιού). Επίσης, η χρήση θερμών επιθεμάτων στο κάτω μέρος της κοιλιάς μπορεί να προσφέρει ανακούφιση από τον πόνο.
Εφ’όσον οι κύστες επιμένουν μετά το πέρας 2 έως 3 φυσιολογικών κύκλων, χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, προκειμένου να εξακριβωθεί ή να αποκλειστεί τυχόν κακοήθεια. Για το λόγο αυτόν, πραγματοποιείται συνήθως υπερηχογραφικός και λαπαροσκοπικός έλεγχος. Επιπλέον, γίνεται μέτρηση των επιπέδων του καρκινικού δείκτη CA-125, τα οποία είναι αυξημένα σε περίπτωση κακοήθειας ή οριακής κακοήθειας των ωοθηκών, καθώς επίσης και στις ενδομητριωσικές κύστες. Τα επίπεδα των καρκινικών δεικτών δεν θεωρούνται αξιόπιστος δείκτης, καθώς δεν είναι πάντα αυξημένα ακόμα και σε περιπτώσεις κακοήθειας, ενώ και σε ορισμένες καλοήθεις παθήσεις παρατηρούνται ελαφριές, συνήθως, αυξήσεις. Σε ωοθηκικές κύστες που δεν υποστρέφουν ή είναι μεγάλου μεγέθους, συστήνεται ως λύση η χειρουργική τους αφαίρεση σχεδόν πάντα με λαπαροσκόπηση.