Η αδενομύωση είναι μια καλοήθης πάθηση της μήτρας που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη έκτοπου ιστού του βλεννογόνου της μήτρας (ενδομήτριου) μέσα στο μυϊκό τοίχωμα της μήτρας (το μυομήτριο). Είναι μία κατάσταση που συχνά συνυπάρχει με την ενδομητρίωση και παλαιότερα ήταν γνωστή ως “εσωτερική ενδομητρίωση”. Μπορεί να επηρεάζει μεμονωμένα τμήματα του μυομητρίου, ή και να εμφανίζεται διάχυτη σε όλο το μυομήτριο.

http://gynaikologoslarisa.gr/wp-content/uploads/2016/07/Αδενομύωση.png

Όπως και στην ενδομητρίωση, τα αίτια της αδενομύωσης δεν είναι γνωστά. Υπολογίζεται ότι εμφανίζεται συχνότερα στις ηλικίες από 35 – 50 ετών και ότι η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη σε γυναίκες που έχουν τεκνοποιήσει ή έχουν υποβληθεί σε κάποια χειρουργική επέμβαση στη μήτρα. Ωστόσο, επειδή η διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο με ιστολογική εξέταση του πάσχοντα ιστού, δεν είναι εύκολο να εξακριβωθούν αυτά τα στοιχεία.

Τα κυριότερα συμπτώματα είναι έντονο κοιλιακό άλγος ή και κράμπες, συνήθως πριν ή τις πρώτες μέρες της έμμηνου ρύσης, πολύ δυνατές ή και παρατεταμένες αιμορραγίες και πόνους κατά τη σεξουαλική επαφή (δυσπαρεύνια). Ο ρόλος της σε σχέση με την υπογονιμότηταδεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος, λόγω της δυσκολίας ακριβούς διάγνωσης πριν την αφαίρεση της μήτρας, αλλά και λόγω της συχνής συνύπαρξης της αδενομύωσης με την ενδομητρίωση. Έτσι μέρος της βιβλιογραφίας την αναφέρει ως πιθανό αίτιο υπογονιμότητας, ενώ άλλο όχι.

Η διάγνωση μπορεί να τεθεί με ασφάλεια μόνο αν γίνει ιστολογική εξέταση του πάσχοντα ιστού, κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις συνεπάγεται την υστερεκτομή, ολική ή υφολική. Ωστόσο και μέσα από το ιστορικό και την προσεκτική κλινική εξέταση από έμπειρο γυναικολόγο, μπορούν να φανούν στοιχεία που μας κάνουν να υποψιαζόμαστε την ύπαρξη αδενομύωσης. Ανάμεσα στα ευρήματα, πιο χαρακτηριστικό θεωρείται η πάχυνση του μυομητρίου με ασσυμετρία ανάμεσα στο πρόσθιο και το οπίσθιο τοίχωμα, ενώ στην αμφίχειρη εξέταση, η μήτρα εμφανίζεται με πιο μαλακή σύσταση από ότι θα περίμενε κανείς. Σε περιπτώσεις που η αδενομύωση επηρεάζει μεμονωμένα τμήματα του ενδομητρίου, οι περιοχές αυτές μπορεί υπερηχογραφικά να μοιάζουν με ινομυώματα και να δυσκολέψουν τη διάγνωση, ωστόσο υπάρχουν χαρακτηριστικά που διαφέρουν και που ένας έμπειρος γυναικολόγος είναι συνήθως σε θέση να διακρίνει.

Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι παρόμοιες με αυτές που υπάρχουν και για την ενδομητρίωση και πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση εξατομικευμένες, ανάλογα με τη μορφή και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, αλλά και προσαρμοσμένα στις ανάγκες της κάθε γυναίκας. Η μόνη οριστική θεραπεία συνίσταται στην υστερεκτομή, είτε ολική είτε υφολική. Όπως και με την ενδομητρίωση, υπάρχει η δυνατότητα ανακούφισης από τα συμπτώματα με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, αλλά και αντιμετώπισης με ορμονικά σκευάσματα, ενώ η πάθηση υποχωρεί αυτόματα με την εμμηνόπαυση.