Η ενδομητρίωση είναι μία πολύ συχνή καλοήθης, χρόνια πάθηση των γυναικών στην αναπαραγωγική ηλικία. Υπολογίζεται ότι περίπου 10 – 15% των γυναικών αναπτύσσει ή πάσχει από ενδομητρίωση.

Εκτιμάται ότι ευθύνεται για την γυναικεία υπογονιμότητα (χωρίς άλλες παθήσεις) σε ποσοστό 40%-60% καθώς και για χρόνιο πυελικό πόνο σε ποσοστό περίπου 50%.

Ενδομητρίωση

Πρόκειται για μία κατάσταση στην οποία ιστός από τον βλεννογόνο της μήτρας (ενδομήτριο) εντοπίζονται σε άλλες θέσεις στο γυναικείο σώμα, στις οποίες σχηματίζουν εστίες ενδομητρίωσης. Αυτές οι εστίες λειτουργούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο όπως και το ενδομήτριο, δέχονται ορμονικά ερεθίσματα, αναπτύσσονται και προκαλούν κυκλικές αιμορραγίες. Οι αιμορραγίες αυτές, όπως είναι φυσικό, παγιδεύονται στο σημείο που βρίσκονται οι εστίες της ενδομητρίωσης και προκαλούν κύστες, συμφύσεις, φλεγμονές ή και ουλές, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν δυνατούς πόνους και κάποιες φορές, σε προχωρημένο στάδιο, να θέσουν σε κίνδυνο τα όργανα τα οποία προσβάλλουν.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εστίες της ενδομητρίωσης εντοπίζονται στην κοιλιακή περιοχή και στην περιοχή της πυέλου. Οι συχνότερες θέσεις εντοπισμού της είναι οι ωοθήκες, οι σάλπιγγες, ο δουγλάσσειος χώρος, το έντερο, η ουροδόχος κύστη και οι ουρητήρες. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εντοπιστεί και σε απομακρυσμένα όργανα όπως ο πνεύμονας. Σχετικά συχνή είναι η εμφάνιση εστιών στο μυϊκό τοίχωμα της μήτρας. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται αδενομύωση της μήτρας, που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό τις πολύ έντονες και συχνά επώδυνες αιμορραγίες.

Ενδομητρίωση

Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης ποικίλλουν σε ένταση και δεν εξαρτώνται από την έκταση της νόσου, αλλά κυρίως από τον εντοπισμό της. Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο να εντοπίζονται τυχαία μεγάλες κύστες ενδομητρίωσης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε επέμβαση για άλλους λόγους, ενώ αντίθετα, ασθενείς που έχουν πολύ έντονα τα χαρακτηριστικά συμπτώματα να έχουν μικροσκοπικές εστίες. Επειδή τα συμπτώματα μπορεί να είναι πολύ έντονα από τα αρχικά στάδια με μικρές εστίες ενδομητρίωσης, επειδή επηρεάζει το ευαίσθητο κομμάτι της γονιμότητας, αλλά και επειδή μπορεί να επηρεάζουν πολλά σημεία ταυτόχρονα, αποτελούν πολύ σημαντική επιβάρυνση για την ποιότητα ζωής των γυναικών. Επίσης λόγω της χρονιότητας της πάθησης, δημιουργούνται όχι σπάνια και ψυχολογικά προβλήματα που μπορεί να φτάσουν σε κατάθλιψη, κοινωνικό αποκλεισμό και έντονα προβλήματα στις εργασιακές σχέσεις.

Το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα της ενδομητρίωσης θεωρείται ο έντονος κοιλιακός πόνος, λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της περιόδου. Άλλα συμπτώματα είναι οι έντονες και ακανόνιστες αιμορραγίες και η δυσπαρεύνια (πόνοι κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής), όπως και πόνοι και απώλεια αίματος κατά την ούρηση ή και την αφόδευση. Ακόμη και γενικότερα συμπτώματα όπως ατονία, ελαφριά πυρετικά επεισόδια, ή πόνοι στην πλάτη ή τη μέση δεν είναι σπάνια και η μόνη σύνδεσή τους με την ενδομητρίωση γίνεται όταν αυτά τα συμπτώματα είναι κυκλικά, όταν δηλαδή εμφανίζονται σχεδόν σταθερά τις ίδιες ημέρες του κύκλου.

Η σχέση της ενδομητρίωσης με την υπογονιμότητα δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρη, καθώς επηρεάζονται πολλοί παράγοντες σε ανατομικό αλλά και βιοχημικό επίπεδο, ενώ σημαντικό αλλά όχι απόλυτα διευκρινισμένο ρόλο φαίνεται να παίζουν οι βιοχημικές και ανοσολογικές αντιδράσεις στις φλεγμονώδεις εξαλλαγές που προκαλεί η ενδομητρίωση. Αυτές φαίνεται να επηρεάζουν την ωρίμανση των ωαρίων και την ωορρηξία, ενώ ο οργανισμός που είναι ήδη ευαισθητοποιημένος ανοσολογικά, πιθανόν να μην επιτρέπει τη σωστή κινητικότητα των σαλπίγγων και τη γονιμοποίηση ή την εμφύτευση του ωαρίου. Τέλος, μηχανικά μπορεί να εμποδίζεται λόγω συμφύσεων η σύλληψη του ωαρίου από τη σάλπιγγα και η μεταφορά του προς τη μήτρα.

Τα αίτια που προκαλούν την ενδομητρίωση είναι μέχρι σήμερα άγνωστα. Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι κύτταρα του ενδομητρίου παλινδρομούν κατά τη διάρκεια της περιόδου και μέσω πολύπλοκων διεργασιών εγκαθίστανται σε νέες θέσεις. Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δεν καλύπτει τις σπάνιες περιπτώσεις που έχουν αναφερθεί ευρήματα ενδομητρίωσης σε κορίτσια πριν την εμμηναρχή, δηλαδή πριν την έναρξη της έμμηνου ρύσης. Μία δεύτερη θεωρία βασίζεται στην μεταπλασία, στην μετατροπή δηλαδή κάποιων κυττάρων σε άλλου τύπου κύτταρα. Μέσω φλεγμονών, ανοσολογικών αντιδράσεων ή διαταραχών του ανοσοποιητικού, κύτταρα άλλων τύπων ή αρχέγονα βλαστικά κύτταρα μετατρέπονται σε κύτταρα όμοια με αυτά του ενδομητρίου, πιθανότατα πολύ νωρίς, ακόμα ίσως και σε εμβρυϊκό στάδιο. Τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα θεωρούν πιθανό ένα συνδυασμό των δύο θεωριών. Επίσης, η γενετική προδιάθεση δεν μπορεί να αποκλειστεί, καθώς παρατηρείται συχνότερη εμφάνιση σε συγγενή μέλη οικογενειών.

Η διάγνωση είναι δύσκολη μέσω του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης. Πολλές γυναίκες θεωρούν τους πόνους κατά την περίοδο φυσιολογικούς, ακόμα και αν αυτοί είναι έντονοι. Ο παράγοντας αυτός μαζί με την ποικιλία των συμπτωμάτων και της έντασής τους, οδηγούν συχνά σε σημαντική καθυστέρηση της διάγνωσης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στη βιβλιογραφία ότι ανάλογα με την ηλικία εμφάνισης των συμπτωμάτων, η διάγνωση καθυστερεί κατά μέσο όρο από 3 ως και 12 χρόνια.

Ένας έμπειρος γυναικολόγος μπορεί να επιλέξει τις κατάλληλες εξετάσεις ανάλογα με τα προβλήματα που σας ταλαιπωρούν, ώστε να αποφύγετε περιττές εξετάσεις και να ξεκινήσει γρήγορα η όποια θεραπευτική προσέγγιση. Η αμφίχειρη εξέταση, όπως και η επισκόπηση με κολποδιαστολείς, μπορεί να καταδείξουν εστίες ενδομητρίωσης γύρω από τη μήτρα και στα τοιχώματα του κόλπου. Με τον υπέρηχο έχουμε τη δυνατότητα να διαγνώσουμε κύστες ενδομητρίωσης στις ωοθήκες ή και αλλού, αν αυτές έχουν κατάλληλο μέγεθος (πάνω από μερικά χιλιοστά).

Ενδομητρίωση

Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει εστίες ενδομητρίωσης όταν υπάρχει ήδη υποψία, ή να μας δείξει την πλήρη έκταση των ευρημάτων όταν έχει ήδη γίνει η διάγνωση. Όλες οι απεικονιστικές μέθοδοι και οι εξετάσεις μας δίνουν πολλά και σημαντικά στοιχεία, αλλά δεν μπορούν να θέσουν ξεκάθαρα τη διάγνωση, η οποία πρέπει να επιβεβαιωθεί στον πάσχοντα ιστό.

Έτσι, ο μόνος σίγουρος τρόπος διάγνωσης παραμένει η διαγνωστική ή η επεμβατική λαπαροσκόπηση, κατά την οποία οι εστίες της ενδομητρίωσης γίνονται ορατές και μπορούν να αφαιρεθούν είτε για επιβεβαίωση της διάγνωσης, είτε για θεραπεία.

Η θεραπεία της ενδομητρίωσης είναι πολύπλευρη και πρέπει να είναι εξατομικευμένη ώστε να στοχεύει, ανάλογα με την περίπτωση, στην ανακούφιση από τα συμπτώματα της κάθε ασθενούς και στην διερεύνηση και την αποκατάσταση της υπογονιμότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση πριν ξεκινήσουμε οποιαδήποτε θεραπεία, είναι να ξεκαθαρίσουμε τους στόχους που θα θέσουμε, ανάλογα με τις δικές σας προτεραιότητες και τη βαρύτητα της πάθησής σας.

Ξεκινώντας από τα συμπτώματα, υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων για την ανακούφιση από τον πόνο. Η χορήγησή τους μπορεί να γίνεται κυκλικά κάθε μήνα πριν ξεκινήσουν τα συμπτώματα, βασισμένη στο ιστορικό του κύκλου. Ωστόσο, διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι δεν είναι πολύ αποτελεσματικά, καθώς και ότι συχνά χρειάζονται αυξανόμενες δόσεις χωρίς να αυξάνεται η αποτελεσματικότητά τους.

Διαφορετικές προσεγγίσεις στοχεύουν στη διακοπή των ορμονικών εντολών που προκαλούν την ανάπτυξη των εστιών. Αυτό επιτυγχάνεται με τη λήψη διαφόρων ορμονικών σκευασμάτων. Τα σκευάσματα αυτά καταστέλλουν με διάφορους τρόπους την παραγωγή οιστρογόνων και έτσι οι όποιες εστίες δεν αναπτύσσονται ή υποχωρούν. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι απαραίτητη μία μακροχρόνια λήψη, που σε κάποιες περιπτώσεις συνεπάγεται και σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η πιο σοβαρή από αυτές είναι τα συμπτώματα εμμηνόπαυσης, που είναι και ο κύριος λόγος μη συμμόρφωσης με τη θεραπεία.Επίσης, επειδή η όποια χρήση ορμονικών σκευασμάτων μπορεί να προκαλέσει μεγάλες και σοβαρές διαταραχές στον κύκλο, τα σκευάσματα αυτά αντενδείκνυνται ή χορηγούνται με πολύ μεγάλη προσοχή στις γυναίκες που δεν έχουν ολοκληρώσει την τεκνοποίηση.

Η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης μπορεί να γίνει μόνο χειρουργικά, κάτι που στις μέρες μας γίνεται σχεδόν αποκλειστικά λαπαροσκοπικά. Οι γυναίκες που υποβάλλονται σε χειρουργείο αφαίρεσης της ενδομητρίωσης θα πρέπει να εμπιστεύονται έμπειρους χειρουργικά γυναικολόγους και θα πρέπει να ενημερώνονται εκτενώς για τις πιθανότητες επιτυχίας αλλά και τους πιθανούς κινδύνους της επέμβασης.

Μόνο ένας έμπειρος γυναικολόγος είναι σε θέση να διακρίνει παντού πιθανές εστίες ενδομητρίωσης και να τις καταστρέψει χωρίς να θέσει σε κίνδυνο υγιείς ιστούς, ώστε να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα χωρίς επιπλοκές σε κανένα επίπεδο. Κάποιες φορές, κυρίως σε πολύ προχωρημένα στάδια της ενδομητρίωσης με ευρήματα σε πολλά όργανα, χρειάζεται επαναληπτικό χειρουργείο, αφού προηγηθεί ορμονική θεραπεία, για να πετύχουμε το στόχο μας. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, είναι δυνατόν να συνδυαστούν διαφορετικές χειρουργικές προσεγγίσεις (για παράδειγμα λαπαροσκόπηση και κολπική προσέγγιση) ανάλογα με τον εντοπισμό των εστιών. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται εκτενής ανάλυση των δυνατοτήτων και των πιθανοτήτων επιτυχίας της κάθε επέμβασης, όπως και προσεκτική επιλογή της μεθόδου.

Ενδομητρίωση

Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι η ενδομητρίωση είναι μία χρόνια πάθηση, που πολύ συχνά έχει ήδη ταλαιπωρήσει τη γυναίκα για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν αυτή ζητήσει τη συμβουλή ενός ειδικού. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να δίνουμε τη δυνατότητα ψυχολογικής υποστήριξης στις γυναίκες που εμφανίζουν σημαντικές απώλειες στην ποιότητα της ζωής τους. Mπορούμε να δώσουμε λύση σε πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες αυτές και να τις βοηθήσουμε να έχουν μία καλύτερη καθημερινή ζωή.

Έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στην χειρουργική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης σε μεγάλα λαπαροσκοπικά κέντρα της Γερμανίας, μπορούμε να σας καθοδηγήσουμε με ασφάλεια και υπευθυνότητα στην κατάλληλη θεραπεία, με απόλυτο σεβασμό των επιθυμιών σας, αλλά και γνώση των δυνατοτήτων και των περιορισμών κάθε θεραπευτικής προσέγγισης.